- μυστῶν
- μύστηςone initiatedmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατρομύστης — ὁ, Α 1. αυτός που έχει κληρονομικά την ιδιότητα τού μύστη, ο από τον πατέρα του μύστης 2. (κατά δ. ερμ.) ο πατέρας τών μυστών, ο πρώτος τών μυστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μύστης] … Dictionary of Greek
αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο … Dictionary of Greek
μαζώνες — μαζῶνες, οί (Α) 1. θίασος τών μυστών τού Διονύσου στη Φιγάλεια τής Αρκαδίας 2. τα εορταστικά δείπνα που δίνονταν προς τιμήν τού Διονύσου σε αυτή την περιοχή … Dictionary of Greek
μυστάρχης — μυστάρχης, ὁ (Α) ο αρχηγός τών μυστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + άρχης (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek
μυστηλασία — μυστηλασία, ἡ (Α) η καθοδήγηση τών μυστών ή η εκδίωξη τών μεμυημένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ηλασία (< ήλατος < ἐλαύνω), πρβλ. ξεν ηλασία. Το η τού θ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
συνδέξιος — ὁ, Α στον πληθ. οἱ συνδέξιοι μέλη θιάσου μυστών τού Μίθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δεξιός «επιδέξιος, επιτήδειος» (πρβλ. περι δέξιος)] … Dictionary of Greek
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek